λαστιχένιος, -ια, -ιο

λαστιχένιος, -ια, -ιο
1. αυτός που είναι φτιαγμένος από λάστιχο.
2. ευλύγιστος, εύκαμπτος σαν λάστιχο: Ο ακροβάτης είχε λαστιχένιο κορμί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαστιχένιος — α, ο [λάστιχο] 1. κατασκευασμένος από λάστιχο 2. ευλύγιστος σαν λάστιχο («λαστιχένια μέση») …   Dictionary of Greek

  • ελαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει την ιδιότητα της ελαστικότητας, ο λαστιχένιος. 2. ο ελαφρός στην κίνηση: Το πόδι του... σηκωνόταν πάλι ανάερο μ ένα τίναγμα ελαστικό (Κ. Χρηστομάνος). 3 μτφ. (για ανθρώπους), που μεταβάλλει εύκολα τα συναισθήματα και τις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”